- ευτηκτικό σημείο
- Η θερμοκρασία τήξης ενός μείγματος ή κράματος δύο ή περισσότερων σωμάτων, η οποία έχει πραγματοποιηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται σταθερό σημείο τήξης. Αν σε ένα διμερές μείγμα τα συστατικά δεν δίνουν χημικές ενώσεις, τότε το ε.σ. είναι χαμηλότερο από το σημείο τήξης οποιουδήποτε άλλου μείγματος των ίδιων σωμάτων. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης στη φυσικοχημεία των ετερογενών διαλυμάτων (για παράδειγμα υγρό σύστημα άλας-νερό) για να χαρακτηρίσει το σημείο στο οποίο δύο ή περισσότερα συστατικά ενός διαλύματος καταβυθίζονται μαζί σε σταθερή αναλογία, καθώς η θερμοκρασία του κορεσμένου διαλύματος μεταβάλλεται (συνήθως ελαττώνεται) ή καθώς η συγκέντρωση μεταβάλλεται με την απομάκρυνση ποσότητας του διαλύτη (για παράδειγμα εξάτμιση νερού). ευτηκτικό μείγμα. Μείγμα δύο σωμάτων, το οποίο πραγματοποιείται με τέτοια αναλογία συστατικών ώστε να έχει το χαμηλότερο σημείο τήξης από όλα τα άλλα μείγματα που έχουν διαφορετικές ποσοστιαίες αναλογίες.
Dictionary of Greek. 2013.